Ενδοοικογενειακή Βία: Ένα φαινόμενο με επιπτώσεις και στην εργασία

Ως «ενδοοικογενειακή βία» νοούνται όλες οι πράξεις βίας που συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων. Συνεπώς, οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν γίνεται λόγος για «ενδοοικογενειακή βία», σκέφτονται μια βίαιη πράξη που λαμβάνει χώρα πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός σπιτιού. Μάλιστα, οι επιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας για το άτομο που την υφίσταται, είναι πολυεπίπεδες και επηρεάζουν σημαντικά όλους τους τομείς της ζωής του. Ένας από αυτούς είναι η εργασία, καθώς η ενδοοικογενειακή βία επιδρά αρνητικά στην πλήρη και ενεργή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Η διεθνής έρευνα, σύμφωνα με το UN Women και τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), έχει δείξει ότι οι γυναίκες που υφίστανται ενδοοικογενειακή βία εργάζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό σε περιστασιακή και μερικής απασχόλησης εργασία, καθώς επίσης ότι τα εισοδήματά τους από την εργασία τους είναι μέχρι και 60% χαμηλότερα σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν υφίστανται βία. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) έχει αναγνωρίσει ότι η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να επηρεάσει την απασχόληση, την παραγωγικότητα και την υγεία των γυναικών. Ειδικότερα, εάν αναλογιστούμε ότι τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας πολύ συχνά υποφέρουν από μακροχρόνιες ψυχικές, σωματικές και συναισθηματικές βλάβες, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να έχει επιβλαβείς συνέπειες και στην ικανότητα του ατόμου να εργαστεί. Η διατήρηση της εργασίας ή η ένταξη στην αγορά εργασίας είναι καθοριστικής σημασίας για την απόδραση από μια βίαιη σχέση, καθώς η οικονομική ανεξαρτησία επιτρέπει στη γυναίκα να σχεδιάσει εκ νέου τη ζωή της, αλλά ακόμα και να προβεί σε νομικές ενέργειες που είναι απαραίτητες για την προστασία της. Πολλές φορές οι δράστες, αναγνωρίζοντας ακριβώς αυτή τη σημασία της εργασίας, ασκούν καταναγκαστικό έλεγχο στις κοινωνικές σχέσεις της γυναίκας και οικονομική βία, προκειμένου να επηρεάσουν την ικανότητα των γυναικών να εργάζονται. Για παράδειγμα, η οικονομική βία μπορεί να εκφράζεται με τη μορφή αποστέρησης ή με τη βίαιη καταστροφή εργαλείων που είναι απαραίτητα για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας ή ακόμα και με τη λήψη αποφάσεων που απομακρύνουν τη γυναίκα από την εργασία της (π.χ. αιφνίδια μετακόμιση). Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι συχνά οι δράστες εκδηλώνουν τις καταχρηστικές συμπεριφορές τους στον χώρο εργασίας της γυναίκας, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια τόσο της ίδιας όσο και άλλων ατόμων στον χώρο εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των συνάδελφων, των εργοδοτών/τριών ή των πελατών/ισσών. Όλα τα παραπάνω μπορούν να έχουν καταστροφικές ψυχολογικές συνέπειες για τη γυναίκα, επηρεάζοντας την αυτοπεποίθησή της, τη δυνατότητά της να αφήσει μια βίαιη σχέση και να διατηρήσει την εργασία της, με αποτέλεσμα πολλές γυναίκες που υφίστανται ενδοοικογενειακή βία να καταλήγουν να εγκαταλείπουν την αγορά εργασίας. Στο πλαίσιο αυτής της διαπίστωσης, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) προχώρησε (2018) στην πρόταση Σύμβασης και συμπληρωματικής Σύστασης «για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας» (βλ. περισσότερα: https://bit.ly/39dxzHD ). *Χρήσιμο κείμενο: UN Women & ILO (2019), Handbook. Addressing violence and harassment against women in the world of work (Εγχειρίδιο. Αντιμετωπίζοντας τη βία και την παρενόχληση κατά των γυναικών στον κόσμο της εργασίας), text at: https://www.unwomen.org/-/media/headquarters/attachments/sections/library/publications/2019/addressing-violence-and-harassment-against-women-in-the-world-of-work-en.pdf?la=en&vs=4050